- μαλακῆς
- μαλακόςsoftfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαλακῇς — μαλακός soft fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
ЕВФИМИЙ МАЛАКИ — [греч. Εὐθύμιος Μαλάκης] (между 1115 и 1135, Фивы до 1204), митр. Нов. Патр (Пелопоннес; до 1166 до 1202/04). Был связан с ученым кругом патриаршей школы в К поле; друг и адресат Евстафия, митр. Фессалоникийского, и Михаила Хониата, митр.… … Православная энциклопедия
мѧкъкыи — (50) пр. 1. Мягкий, нежесткий: ризы же не славны и мѧкъкы люби. КН 1280, 606а; ѹ˫азвенаго ѿѡ зми˫а исцѣлити. или лютѣишими. и тръпкыми или слабѣишими и мѧкими былии. КР 1284, 163в; и полотна тонка и мѧкка не искати. Там же, 196в; пришедъ спатъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευθύμιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο Μέγας, ο όσιος (Μελιτηνή Αρμενίας 377 – Παλαιστίνη 473). Μορφωμένος ασκητής, ίδρυσε πολλά μοναστήρια στην Παλαιστίνη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιανουαρίου. 2. Επίσκοπος Σάρδεων (; – 824).… … Dictionary of Greek
ζελατίνη — Κολλοειδές προϊόν μαλακής σύστασης. Όταν θερμανθεί μετατρέπεται σε ιξώδες υγρό και όταν διαδοχικά ψυχθεί, επανέρχεται στην κατάσταση της στερεάς μάζας. Υπάρχουν ζ. ζωικές και φυτικές ανάλογα με την προέλευσή τους. Οι πρώτες παρασκευάζονται από… … Dictionary of Greek
κηραλοιφή — και κεραλοιφή, η (φαρμ.) φάρμακο εξωτερικής χρήσης, μαλακής σύστασης, με βάση κερί και λάδι στα οποία προστίθενται υγρές ή στερεές ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + αλοιφή (< αλείφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού… … Dictionary of Greek
κόρα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 30 Ιουνίου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,7, και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,4. Διεθνώς ονομάζεται Cora 504. * * * (I) κόρα … Dictionary of Greek
πάγρα — η πηχτό ή στερεό επίστρωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια ρευστής ή μαλακής ουσίας, η τσίπα, το καϊμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < παγ άρα (< πάγος + κατάλ. άρα) με αποβολή τού α κατά το φωνητικό νόμο τού Kretchmer] … Dictionary of Greek
σταφυλή — η, ΝΜΑ 1. ο καρπός τού κλήματος, ο βότρυς, το σταφύλι (α. «ὅτι ἤκμασεν ἡ σταφυλὴ τῆς γῆς», ΚΔ β. «σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν», Ομ. Ιλ.) 2. η κιονίδα τού φάρυγγα, κινητή και συσταλτή σαρκώδης απόφυση που κρέμεται από το ελεύθερο οπίσθιο χείλος … Dictionary of Greek